διαφόρητος

διαφόρητος
διαφόρητος, -ον (Α)
κομμένος σε κομμάτια, ξεσχισμένος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • διαφόρητον — διαφόρητος torn in pieces masc/fem acc sg διαφόρητος torn in pieces neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανεμοφόρητος — ἀνεμοφόρητος, ον (AM) εκείνος που παρασύρεται από τόν άνεμο, που τον μετακινεί ο άνεμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < άνεμος + φορητός < φορώ, θαμιστικό του φέρω (πρβλ. αποφόρητος, διαφόρητος, κ.ά.)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”